διλοχία: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(9) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[διλοχία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] το οποίο αποτελείται από δύο λόχους<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] με τριανταδύο άντρες. | |mltxt=η (Α [[διλοχία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] το οποίο αποτελείται από δύο λόχους<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] με τριανταδύο άντρες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διλοχία:''' ἡ двойной лох (см. [[λόχος]]) Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A double company, Aen.Tact. 15.3, Plb.10.23.4; body of thirty-two men, Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact. 10.1.
Greek (Liddell-Scott)
διλοχία: ἡ, διπλοῦς λόχος, Πολύβ. 10. 23, 4· σῶμα ἐκ 32 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 1· ― διλοχίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς διλοχίας, ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
milit. compañía doble compuesta de dos λόχοι Aen.Tact.15.3, Plb.10.23.4, formada por treinta o treinta y dos hombres, Ascl.Tact.2.8, 3.4, Arr.10.1.
Greek Monolingual
η (Α διλοχία)
νεοελλ.
στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελείται από δύο λόχους
αρχ.
στρατιωτικό σώμα με τριανταδύο άντρες.
Russian (Dvoretsky)
διλοχία: ἡ двойной лох (см. λόχος) Polyb.