δυσήνεμος: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(10)
(2)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσήνεμος]], -ον (Α)<br />αυτός που προσβάλλεται από ορμητικούς ανέμους.
|mltxt=[[δυσήνεμος]], -ον (Α)<br />αυτός που προσβάλλεται από ορμητικούς ανέμους.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσήνεμος:''' дор. [[δυσάνεμος]] 2 (ᾱ) колеблемый ветрами, зыбучий ([[θίς]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 19:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 680] von Winden schwer bestürmt, D. Per. 759, s. δυσάνεμος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὑποκείμενος εἰς κακοὺς ἀνέμους, ταραχώδης, Σοφ. Ἀντ. 591.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où souffle un vent violent.
Étymologie: δυσ-, ἄνεμος.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. δυσάνεμος S.Ant.591

• Prosodia: [-ᾱ-]
I 1azotado por el viento δυσάνεμοι ... βρέμουσιν ... ἀκταί resuenan los acantilados azotados por el viento S.l.c., cf. A.R.1.593, ψῦχος δ. frío desapacible, crudo Babr.18.10, χθών D.P.759, de la ciu. de Ascra, Plu.Fr.82, εἰς κλίσιν ... δυσήνεμον Ἀρκάδος Ἄρκτου hacia la zona tormentosa de la Osa Arcadia Nonn.D.2.527, cf. 39.183, πέλαγος Anecd.Ludw.16.6
neutr. subst. τὸ δ. τῶν ἀρκτῴων la violencia de los vientos del norte Basil.Hex.7.4.
2 que el viento atraviesa con dificultad χώρα ... θέρους δ. καὶ πνιγώδης Ath.Med. en Orib.9.12.4.
II repugnante, fétido ὀδμή al abrir un sepulcro, Nonn.Par.Eu.Io.11.39.

Greek Monolingual

δυσήνεμος, -ον (Α)
αυτός που προσβάλλεται από ορμητικούς ανέμους.

Russian (Dvoretsky)

δυσήνεμος: дор. δυσάνεμος 2 (ᾱ) колеблемый ветрами, зыбучий (θίς Soph.).