ἑάλωκα: Difference between revisions

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
(4)
(2)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑάλωκα:''' [ᾰ], παρακ. του [[ἁλίσκομαι]]· [[ἑάλων]], αόρ. βʹ.
|lsmtext='''ἑάλωκα:''' [ᾰ], παρακ. του [[ἁλίσκομαι]]· [[ἑάλων]], αόρ. βʹ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑάλωκα:''' pf. к [[ἁλίσκομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἑάλωκα: ἑαλώκειν, ἴδε ἁλίσκομαι ᾰ.

French (Bailly abrégé)

v. ἁλίσκομαι.

Spanish (DGE)

v. ἁλίσκομαι.

Greek Monotonic

ἑάλωκα: [ᾰ], παρακ. του ἁλίσκομαι· ἑάλων, αόρ. βʹ.

Russian (Dvoretsky)

ἑάλωκα: pf. к ἁλίσκομαι.