εἰστρέχω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰστρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>· [[τρέχω]] προς, σε Θουκ.· με αιτ., [[τρέχω]] μέσα, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''εἰστρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>· [[τρέχω]] προς, σε Θουκ.· με αιτ., [[τρέχω]] μέσα, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰστρέχω:''' староатт. [[ἐστρέχω]] (fut. εἰσδραμοῦμαι, aor. [[εἰσέδραμον]]) вбегать, врываться, устремляться (οἱ περίπολοι ἐσέδραμον Thuc.; τῶν [[ξένων]] εἰσδραμόντων Plut.; [[ναῦς]] βαθὺν εἰσέδραμε Φᾶσιν Theocr.): εἰσδραμόντες ἥρπαζον ὅ τι [[ἕκαστος]] ἐδύνατο Xen. ворвавшись, они стали грабить кто что мог.
}}
}}