Anonymous

εἰστρέχω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰστρέχω]] (Α)<br />[[τρέχω]] σε ή [[μέσα]].
|mltxt=[[εἰστρέχω]] (Α)<br />[[τρέχω]] σε ή [[μέσα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰστρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>· [[τρέχω]] προς, σε Θουκ.· με αιτ., [[τρέχω]] μέσα, σε Θεόκρ.
}}
}}