ἐπικραίνω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικραίνω:''' Επικ. -[[κραιαίνω]]· μέλ. <i>-κρᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έκρᾱνα</i>, Επικ. <i>-έκρηνα</i> και <i>-εκρήηνα</i>· [[εκτελώ]], [[πετυχαίνω]], [[εκπληρώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· νῦνμοι τόδ' [[ἐπικρήηνον]] [[ἐέλδωρ]], παραχώρησε, πραγματοποίησέ μου [[τώρα]] αυτή την [[προσευχή]], εκπλήρωσέ την, στο ίδ. — Παθ., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα [[κεκράαντο]], ολοκληρώθηκαν με [[χρυσάφι]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐπικραίνω:''' Επικ. -[[κραιαίνω]]· μέλ. <i>-κρᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έκρᾱνα</i>, Επικ. <i>-έκρηνα</i> και <i>-εκρήηνα</i>· [[εκτελώ]], [[πετυχαίνω]], [[εκπληρώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· νῦνμοι τόδ' [[ἐπικρήηνον]] [[ἐέλδωρ]], παραχώρησε, πραγματοποίησέ μου [[τώρα]] αυτή την [[προσευχή]], εκπλήρωσέ την, στο ίδ. — Παθ., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα [[κεκράαντο]], ολοκληρώθηκαν με [[χρυσάφι]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικραίνω:''' эп. тж. [[ἐπικραιαίνω]] (fut. ἐπικρᾰνῶ, эп. 3 л. sing. aor. opt. [[ἐπικρήνειε]])<br /><b class="num">1)</b> приводить в исполнение, свершать, осуществлять (ἀρὴν πᾶσάν τινος Hom.; ποινὰς θανάτων Aesch.): [[νῦν]] μοι τόδ᾽ [[ἐπικρήηνον]] [[ἐέλδωρ]] Hom. ныне исполни эту мою мольбу; χρυσῷ ἐπὶ χείλεα [[κεκράανται]] Hom. края (серебряной чаши) отделаны золотом;<br /><b class="num">2)</b> направлять, управлять (πάντας θεούς - v. l. οἴμους ἐπέων τε καὶ ἔργων HH).
}}
}}