εὐχρήστημα: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(15)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐχρήστημα]], τὸ (Α) [[ευχρηστώ]]<br />[[κέρδος]], [[ωφέλεια]] που λαμβάνεται από κάποιο [[πράγμα]].
|mltxt=[[εὐχρήστημα]], τὸ (Α) [[ευχρηστώ]]<br />[[κέρδος]], [[ωφέλεια]] που λαμβάνεται από κάποιο [[πράγμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχρήστημα:''' ατος τό польза, выгода Cic.
}}
}}

Revision as of 21:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχρήστημα Medium diacritics: εὐχρήστημα Low diacritics: ευχρήστημα Capitals: ΕΥΧΡΗΣΤΗΜΑ
Transliteration A: euchrḗstēma Transliteration B: euchrēstēma Transliteration C: efchristima Beta Code: eu)xrh/sthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A advantage received, Stoic.3.23.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχρήστημα: τό, λαμβανομένη ὠφέλεια, Κικ. Fin. 3. 21.

Greek Monolingual

εὐχρήστημα, τὸ (Α) ευχρηστώ
κέρδος, ωφέλεια που λαμβάνεται από κάποιο πράγμα.

Russian (Dvoretsky)

εὐχρήστημα: ατος τό польза, выгода Cic.