ζώνα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(SL_1)
(2b)
Line 2: Line 2:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ζώνα</b> [[woman]]'s <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[girdle]] ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταθηκαμένα τίκτε θεόφρονα κοῦρον (O. 6.39)
|sltr=<b>ζώνα</b> [[woman]]'s <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[girdle]] ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταθηκαμένα τίκτε θεόφρονα κοῦρον (O. 6.39)
}}
{{elru
|elrutext='''ζώνα:''' ἡ дор. = [[ζώνη]].
}}
}}

Revision as of 21:28, 31 December 2018

English (Slater)

ζώνα woman's
   1 girdle ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταθηκαμένα τίκτε θεόφρονα κοῦρον (O. 6.39)

Russian (Dvoretsky)

ζώνα: ἡ дор. = ζώνη.