ζώνα

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source

English (Slater)

ζώνα woman's girdle ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταθηκαμένα τίκτε θεόφρονα κοῦρον (O. 6.39)

Russian (Dvoretsky)

ζώνα: ἡ дор. = ζώνη.