ἠμύω: Difference between revisions

925 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠμύω:''' αόρ. αʹ <i>ἤμῡσα</i>, [[κλίνω]], γέρνω, [[πέφτω]]· ἑτέρωσ' ἤμυσε [[κάρη]] πήληκι βαρυνθέν, έγειρε το [[κεφάλι]] του στη [[μία]] [[πλευρά]], λέγεται γι' αυτόν που τραυματίστηκε θανάσιμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἤμυσε [[καρήατι]], έκλινε το [[κεφάλι]] του, λέγεται για το [[άλογο]], στο ίδ.· χρησιμοποιείται για σιτοβολώνα, <i>ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσι</i>, προσκλίνει, γέρνει και κυματίζει με τα στάχυα, στο ίδ.· μεταφ., λέγεται για πόλεις, [[κλίνω]] προς [[πτώση]], [[καταπίπτω]], [[αλίσκομαι]], καταστρέφομαι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἠμύω:''' αόρ. αʹ <i>ἤμῡσα</i>, [[κλίνω]], γέρνω, [[πέφτω]]· ἑτέρωσ' ἤμυσε [[κάρη]] πήληκι βαρυνθέν, έγειρε το [[κεφάλι]] του στη [[μία]] [[πλευρά]], λέγεται γι' αυτόν που τραυματίστηκε θανάσιμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἤμυσε [[καρήατι]], έκλινε το [[κεφάλι]] του, λέγεται για το [[άλογο]], στο ίδ.· χρησιμοποιείται για σιτοβολώνα, <i>ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσι</i>, προσκλίνει, γέρνει και κυματίζει με τα στάχυα, στο ίδ.· μεταφ., λέγεται για πόλεις, [[κλίνω]] προς [[πτώση]], [[καταπίπτω]], [[αλίσκομαι]], καταστρέφομαι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἠμύω:''' (ῠ) (fut. ἠμύσω с ῡ, aor. ἤμῡσα реже с ῠ)<br /><b class="num">1)</b> склонять, наклонять: [[ἑτέρωσε]] ἤμυσε [[κάρη]] Hom. он склонил на бок голову; ἤμυσε [[καρήατι]] Hom. (конь Ксант) опустил голову; [[λήϊον]] ἠμύει ἀσταχύεσσιν Hom. (колеблемая ветром) нива поникает колосьями;<br /><b class="num">2)</b> падать, рушиться: τάχ᾽ ἡμύσειε [[πόλις]] Πριάμοιο Hom. (если бы мужественны были все ахейцы), быстро пал бы град Приама;<br /><b class="num">3)</b> погибать, пропадать: [[οὔνομα]] οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Anth. не погибло имя Леонида (Спартанского).
}}
}}