3,276,318
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠμύω:''' αόρ. αʹ <i>ἤμῡσα</i>, [[κλίνω]], γέρνω, [[πέφτω]]· ἑτέρωσ' ἤμυσε [[κάρη]] πήληκι βαρυνθέν, έγειρε το [[κεφάλι]] του στη [[μία]] [[πλευρά]], λέγεται γι' αυτόν που τραυματίστηκε θανάσιμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἤμυσε [[καρήατι]], έκλινε το [[κεφάλι]] του, λέγεται για το [[άλογο]], στο ίδ.· χρησιμοποιείται για σιτοβολώνα, <i>ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσι</i>, προσκλίνει, γέρνει και κυματίζει με τα στάχυα, στο ίδ.· μεταφ., λέγεται για πόλεις, [[κλίνω]] προς [[πτώση]], [[καταπίπτω]], [[αλίσκομαι]], καταστρέφομαι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ἠμύω:''' αόρ. αʹ <i>ἤμῡσα</i>, [[κλίνω]], γέρνω, [[πέφτω]]· ἑτέρωσ' ἤμυσε [[κάρη]] πήληκι βαρυνθέν, έγειρε το [[κεφάλι]] του στη [[μία]] [[πλευρά]], λέγεται γι' αυτόν που τραυματίστηκε θανάσιμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἤμυσε [[καρήατι]], έκλινε το [[κεφάλι]] του, λέγεται για το [[άλογο]], στο ίδ.· χρησιμοποιείται για σιτοβολώνα, <i>ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσι</i>, προσκλίνει, γέρνει και κυματίζει με τα στάχυα, στο ίδ.· μεταφ., λέγεται για πόλεις, [[κλίνω]] προς [[πτώση]], [[καταπίπτω]], [[αλίσκομαι]], καταστρέφομαι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠμύω:''' (ῠ) (fut. ἠμύσω с ῡ, aor. ἤμῡσα реже с ῠ)<br /><b class="num">1)</b> склонять, наклонять: [[ἑτέρωσε]] ἤμυσε [[κάρη]] Hom. он склонил на бок голову; ἤμυσε [[καρήατι]] Hom. (конь Ксант) опустил голову; [[λήϊον]] ἠμύει ἀσταχύεσσιν Hom. (колеблемая ветром) нива поникает колосьями;<br /><b class="num">2)</b> падать, рушиться: τάχ᾽ ἡμύσειε [[πόλις]] Πριάμοιο Hom. (если бы мужественны были все ахейцы), быстро пал бы град Приама;<br /><b class="num">3)</b> погибать, пропадать: [[οὔνομα]] οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Anth. не погибло имя Леонида (Спартанского). | |||
}} | }} |