Anonymous

ἠμύω: Difference between revisions

From LSJ
923 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠμύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίνω]], [[γέρνω]] («ἑτέρωσ' ἤμυσε [[κάρη]] πήληκι βαρυνθέν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σπαρτά]], όταν τα στάχια γέρνουν, όχι από τον άνεμο [[αλλά]] λόγω του βάρους) [[κλίνω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>3.</b> (μτφ. για πόλεις) [[καταπίπτω]], [[καταρρέω]]<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>5.</b> καταστρέφομαι, φθείρομαι, [[χάνομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ως σύνθ. απαντά με τις προθέσεις <i>επί</i>, <i>υπό</i> και [[κατά]]].
|mltxt=[[ἠμύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίνω]], [[γέρνω]] («ἑτέρωσ' ἤμυσε [[κάρη]] πήληκι βαρυνθέν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σπαρτά]], όταν τα στάχια γέρνουν, όχι από τον άνεμο [[αλλά]] λόγω του βάρους) [[κλίνω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>3.</b> (μτφ. για πόλεις) [[καταπίπτω]], [[καταρρέω]]<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>5.</b> καταστρέφομαι, φθείρομαι, [[χάνομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ως σύνθ. απαντά με τις προθέσεις <i>επί</i>, <i>υπό</i> και [[κατά]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠμύω:''' αόρ. αʹ <i>ἤμῡσα</i>, [[κλίνω]], γέρνω, [[πέφτω]]· ἑτέρωσ' ἤμυσε [[κάρη]] πήληκι βαρυνθέν, έγειρε το [[κεφάλι]] του στη [[μία]] [[πλευρά]], λέγεται γι' αυτόν που τραυματίστηκε θανάσιμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἤμυσε [[καρήατι]], έκλινε το [[κεφάλι]] του, λέγεται για το [[άλογο]], στο ίδ.· χρησιμοποιείται για σιτοβολώνα, <i>ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσι</i>, προσκλίνει, γέρνει και κυματίζει με τα στάχυα, στο ίδ.· μεταφ., λέγεται για πόλεις, [[κλίνω]] προς [[πτώση]], [[καταπίπτω]], [[αλίσκομαι]], καταστρέφομαι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}