θεσμοθέσιον: Difference between revisions

From LSJ
(17)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεσμοθέσιον]], τὸ (Α) [[θεσμοθετώ]]<br /><b>βλ.</b> [[θεσμοθετείον]].
|mltxt=[[θεσμοθέσιον]], τὸ (Α) [[θεσμοθετώ]]<br /><b>βλ.</b> [[θεσμοθετείον]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεσμοθέσιον:''' τό Plut. = [[θεσμοθετεῖον]].
}}
}}

Revision as of 21:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1203] τό, VLL. u. Scholl., Erkl. von πρυτανεῖον; auch θεσμοθετεῖον, τό, Plut. Qu. S. 1, 1, 2, eigtl. die Halle, wo sich die Thesmotheten versammeln.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de réunion des thesmothètes.
Étymologie: θεσμοθέτης.

Greek Monolingual

θεσμοθέσιον, τὸ (Α) θεσμοθετώ
βλ. θεσμοθετείον.

Russian (Dvoretsky)

θεσμοθέσιον: τό Plut. = θεσμοθετεῖον.