ἷγμαι: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(5)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἷγμαι:''' παρακ. του [[ἱκνέομαι]]· μτχ. ἱγμένος.
|lsmtext='''ἷγμαι:''' παρακ. του [[ἱκνέομαι]]· μτχ. ἱγμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἷγμαι:''' pf. к [[ἱκνέομαι]].
}}
}}

Revision as of 22:00, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἷγμαι: ἱγμένος, πρκμ. τοῦ ἱκνέομαι.

French (Bailly abrégé)

v. ἱκνέομαι.

Greek Monotonic

ἷγμαι: παρακ. του ἱκνέομαι· μτχ. ἱγμένος.

Russian (Dvoretsky)

ἷγμαι: pf. к ἱκνέομαι.