θυμηδία: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[θυμηδία]] και Α ιων. τ. θυμηδίη) [[θυμηδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάθεση]] για ειρωνικό [[γέλιο]], [[φαιδρότητα]] που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη [[θυμηδία]] τών ακροατών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[ηδονή]], [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]] της ψυχής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θυμηδίαι</i><br />ευχάριστες συναναστροφές. | |mltxt=η (ΑΜ [[θυμηδία]] και Α ιων. τ. θυμηδίη) [[θυμηδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάθεση]] για ειρωνικό [[γέλιο]], [[φαιδρότητα]] που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη [[θυμηδία]] τών ακροατών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[ηδονή]], [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]] της ψυχής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θυμηδίαι</i><br />ευχάριστες συναναστροφές. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῡμηδία:''' ἡ удовольствие, радость ([[εὐφροσύνη]] καὶ θ. Plut.; θυμηδίαι καὶ εὐφροσύναι Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
θῡμηδία: ἡ, χαρὰ τῆς καρδίας, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 5, Πλούτ. 2. 713D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
joie, satisfaction.
Étymologie: θυμηδής.
Greek Monolingual
η (ΑΜ θυμηδία και Α ιων. τ. θυμηδίη) θυμηδής
νεοελλ.
διάθεση για ειρωνικό γέλιο, φαιδρότητα που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη θυμηδία τών ακροατών»)
αρχ.
1. ψυχική ηδονή, χαρά, ευχαρίστηση της ψυχής
2. στον πληθ. αἱ θυμηδίαι
ευχάριστες συναναστροφές.
Russian (Dvoretsky)
θῡμηδία: ἡ удовольствие, радость (εὐφροσύνη καὶ θ. Plut.; θυμηδίαι καὶ εὐφροσύναι Luc.).