κατακάρφομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397
(5)
 
(2b)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακάρφομαι:''' Παθ., ξεραίνομαι, [[πέφτω]] [[κάτω]] [[ξερός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κατακάρφομαι:''' Παθ., ξεραίνομαι, [[πέφτω]] [[κάτω]] [[ξερός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακάρφομαι:''' засыхать, увядать: φυλλάδος [[ἤδη]] κατακαρφομένης Aesch. когда листва (древа жизни) уже увяла.
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Greek Monotonic

κατακάρφομαι: Παθ., ξεραίνομαι, πέφτω κάτω ξερός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κατακάρφομαι: засыхать, увядать: φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης Aesch. когда листва (древа жизни) уже увяла.