Greek Monotonic
κατακάρφομαι: Παθ., ξεραίνομαι, πέφτω κάτω ξερός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κατακάρφομαι: засыхать, увядать: φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης Aesch. когда листва (древа жизни) уже увяла.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κάρφομαι verdorren.
Middle Liddell
Pass. to wither away, Aesch.