οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
κατακάρφομαι: Παθ., ξεραίνομαι, πέφτω κάτω ξερός, σε Αισχύλ.
κατακάρφομαι: засыхать, увядать: φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης Aesch. когда листва (древа жизни) уже увяла.
κατα-κάρφομαι verdorren.
Pass. to wither away, Aesch.