κάτοδος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(20)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάτοδος]], ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[κάθοδος]].
|mltxt=[[κάτοδος]], ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[κάθοδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάτοδος:''' ἡ ион. = [[κάθοδος]].
}}
}}

Revision as of 22:47, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, ion. = κάθοδος, Her.

Greek (Liddell-Scott)

κάτοδος: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κάθοδος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ion. c. κάθοδος.

Greek Monolingual

κάτοδος, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. κάθοδος.

Russian (Dvoretsky)

κάτοδος: ἡ ион. = κάθοδος.