κραγγών: Difference between revisions
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
(21) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κραγγών]], -όνος και [[κράγγη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] γαρίδας («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν [[γένος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ.]. | |mltxt=[[κραγγών]], -όνος και [[κράγγη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] γαρίδας («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν [[γένος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κραγγών:''' όνος ὁ предполож. креветка (Squilla mantis или Penaeus [[sulcatus]]) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
όνος, ἡ, a kind of καρίς, prob.
A Squilla mantis, Arist.HA 525b2: with v.l. κράγγη, ἡ, ib.21,29. II = κίσσα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κραγγών: -όνος, ἡ, εἶδος καρίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2· κατωτ. 6, ὑπάρχει διάφ. γραφ. κράγγη, ἡ. ΙΙ. = κίσσα, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κραγγών, -όνος και κράγγη, ἡ (Α)
1. είδος γαρίδας («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν γένος», Αριστοτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) κίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ.].
Russian (Dvoretsky)
κραγγών: όνος ὁ предполож. креветка (Squilla mantis или Penaeus sulcatus) Arst.