κοπτή: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(21)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κοπτή]], ἡ (Α)<br />θηλ. του [[κοπτός]].———————— <b>(II)</b><br />[[κοπτή]] ή [[κόπτη]], ἡ (Α) [[κοπτός]]<br />θαλάσσιο [[πράσο]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κοπτή]], ἡ (Α)<br />θηλ. του [[κοπτός]].———————— <b>(II)</b><br />[[κοπτή]] ή [[κόπτη]], ἡ (Α) [[κοπτός]]<br />θαλάσσιο [[πράσο]].
}}
{{elru
|elrutext='''κοπτή:''' ἡ пирожок, коржик (из пшеничной муки на кунжутном масле) Anth.
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπτή Medium diacritics: κοπτή Low diacritics: κοπτή Capitals: ΚΟΠΤΗ
Transliteration A: koptḗ Transliteration B: koptē Transliteration C: kopti Beta Code: kopth/

English (LSJ)

ἡ,

   A = θαλάσσιον πράσον, Dionys.Utic. ap. Ath.14.648e.    II v. κοπτός 11.2.

Greek (Liddell-Scott)

κοπτή: ἡ, = πράσον, Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 648Ε. ΙΙ. ἴδε κοπτὸς ΙΙ.

Greek Monolingual

(I)
κοπτή, ἡ (Α)
θηλ. του κοπτός.———————— (II)
κοπτή ή κόπτη, ἡ (Α) κοπτός
θαλάσσιο πράσο.

Russian (Dvoretsky)

κοπτή: ἡ пирожок, коржик (из пшеничной муки на кунжутном масле) Anth.