λαία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαία:''' ἡ, Δωρ. αντί [[λεία]].
|lsmtext='''λαία:''' ἡ, Δωρ. αντί [[λεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαία:''' ἡ дор. Pind. = [[λεία]] I.
}}
}}

Revision as of 23:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 6] ἡ, dor. = λεία, Beute, Pind. Ol. 11, 44.

Greek (Liddell-Scott)

λαία: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ λεία, Πίνδ. Ο. 10 (11) 52· πρβλ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λαία, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. λεία.

Greek Monotonic

λαία: ἡ, Δωρ. αντί λεία.

Russian (Dvoretsky)

λαία: ἡ дор. Pind. = λεία I.