λαία

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

German (Pape)

[Seite 6] ἡ, dor. = λεία, Beute, Pind. Ol. 11, 44.

Russian (Dvoretsky)

λαία: ἡ дор. Pind. = λεία I.

Greek (Liddell-Scott)

λαία: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ λεία, Πίνδ. Ο. 10 (11) 52· πρβλ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λαία, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. λεία.

Greek Monotonic

λαία: ἡ, Δωρ. αντί λεία.