λελιμμένος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λελιμμένος:''' μτχ. Παθ. παρακ. του [[λίπτω]].
|lsmtext='''λελιμμένος:''' μτχ. Παθ. παρακ. του [[λίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λελιμμένος:''' part. pf. к [[λίπτομαι]].
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

λελιμμένος: ἴδε ἐν λέξ. λίπτω.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. pf. de λίπτομαι, v. λίπτω.

Greek Monotonic

λελιμμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του λίπτω.

Russian (Dvoretsky)

λελιμμένος: part. pf. к λίπτομαι.