μαριλοκαύτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(24)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαριλοκαύτης]], -ου, ὁ (Α)<br />αυτός που καίει ή παρασκευάζει [[μαρίλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαρίλη]] <span style="color: red;">+</span> [[καύτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[καίω]])].
|mltxt=[[μαριλοκαύτης]], -ου, ὁ (Α)<br />αυτός που καίει ή παρασκευάζει [[μαρίλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαρίλη]] <span style="color: red;">+</span> [[καύτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[καίω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰρῑλοκαύτης:''' ου ὁ обжигальщик угля, угольщик Soph.
}}
}}

Revision as of 23:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰρῑλοκαύτης Medium diacritics: μαριλοκαύτης Low diacritics: μαριλοκαύτης Capitals: ΜΑΡΙΛΟΚΑΥΤΗΣ
Transliteration A: marilokaútēs Transliteration B: marilokautēs Transliteration C: marilokaytis Beta Code: marilokau/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A charcoal-burner, S.Fr.1067 (prob. = Ichn.34, pl.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰρῑλοκαύτης: -ου, ὁ, ὁ καίων ἢ κατασκευάζων ἄνθρακας, ἀνθρακεύς, Σοφ. Ἀποσπ. 908. - «μαριλοσκαυτῶν· ἀνθρακευτῶν· μαρίλη γὰρ ἀπόψημα τῶν ἀνθράκων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαριλοκαύτης, -ου, ὁ (Α)
αυτός που καίει ή παρασκευάζει μαρίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + καύτης (< καίω)].

Russian (Dvoretsky)

μᾰρῑλοκαύτης: ου ὁ обжигальщик угля, угольщик Soph.