μεταστατέον: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
(5) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταστᾰτέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να τροποποιηθεί, σε Ισοκρ. | |lsmtext='''μεταστᾰτέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να τροποποιηθεί, σε Ισοκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταστᾰτέον:''' adj. verb. к [[μεθίστημι]]. | |||
}} | }} |