μονοπρόσωπος: Difference between revisions

3
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονοπρόσωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πρόσωπο]] («[[μονοπρόσωπος]] [[θεότης]] [[τριώνυμος]]», Μάξ. Ομολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κτήρια) αυτός που έχει μία [[πρόσοψη]] («μονοπρόσωπο [[κτήριο]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ειλικρινής]], [[ευθύς]], [[έντιμος]], [[χωρίς]] [[διπλοπροσωπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[ποίηση]]) αυτός που μιλά σε ένα μόνο [[πρόσωπο]], [[μονόλογος]] («[[μονοπρόσωπος]] [[ποίησις]]», Διογ. Λαέρτ.)<br /><b>2.</b> ο διακοσμημένος με ένα μόνο [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μονοπρόσωπος]] [[ἀντωνυμία]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[αντωνυμία]] που εμφανίζεται σε ένα μόνο [[πρόσωπο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοπροσώπως</i> (ΑΜ)<br />εν είδει μονολόγου, μονολογικώς, σαν [[μονόλογος]] ή όπως ο [[μονόλογος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονοπρόσωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πρόσωπο]] («[[μονοπρόσωπος]] [[θεότης]] [[τριώνυμος]]», Μάξ. Ομολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κτήρια) αυτός που έχει μία [[πρόσοψη]] («μονοπρόσωπο [[κτήριο]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ειλικρινής]], [[ευθύς]], [[έντιμος]], [[χωρίς]] [[διπλοπροσωπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[ποίηση]]) αυτός που μιλά σε ένα μόνο [[πρόσωπο]], [[μονόλογος]] («[[μονοπρόσωπος]] [[ποίησις]]», Διογ. Λαέρτ.)<br /><b>2.</b> ο διακοσμημένος με ένα μόνο [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μονοπρόσωπος]] [[ἀντωνυμία]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[αντωνυμία]] που εμφανίζεται σε ένα μόνο [[πρόσωπο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοπροσώπως</i> (ΑΜ)<br />εν είδει μονολόγου, μονολογικώς, σαν [[μονόλογος]] ή όπως ο [[μονόλογος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονοπρόσωπος:''' <b class="num">1)</b> написанный для одного только лица: μ. [[ποίησις]] Diog. L. монолог;<br /><b class="num">2)</b> грам. относящийся только к одному лицу ([[ἀντωνυμία]] - напр. [[ἐκεῖνος]]).
}}
}}