μονοπρόσωπος

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοπρόσωπος Medium diacritics: μονοπρόσωπος Low diacritics: μονοπρόσωπος Capitals: ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: monoprósōpos Transliteration B: monoprosōpos Transliteration C: monoprosopos Beta Code: monopro/swpos

English (LSJ)

μονοπρόσωπον,
A with one face, Artem.2.37; adorned with one face, σκάφιον IG11(4).1308 (Delos, ii B.C.).
2 with only one front decorated, PSI5.547.29 (iii B.C.).
II with one person or character, μ. ποίησις monologue, D.L.9.112: Gramm., μ. ἀντωνυμία a pronoun having reference to one person, opp. a possessive pronoun, Draco ap.A.D.Pron.17.2; but also, a pronoun having one person, e.g. ἐκεῖνος (opp. , which has corresponding first and second persons), Hdn.Gr.1.474, Sch.D.T.p.82 H. Adv. μονοπροσώπως = in monologue form, Tz.ad Lyc.p.4 S., Proll.Hes.p.11 G.

German (Pape)

[Seite 204] nur eine Person habend, Apoll. Dysc. pron. 301. – Auch im adv., Gramm.

Russian (Dvoretsky)

μονοπρόσωπος:
1 написанный для одного только лица: μ. ποίησις Diog. L. монолог;
2 грам. относящийся только к одному лицу (ἀντωνυμία - напр. ἐκεῖνος).

Greek (Liddell-Scott)

μονοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον πρόσωπον, μ. θεότης Ἐκκλ.· μ. ποίησης, μονόλογος, Διογ. Λ. 2. 112· παρὰ τοῖς γραμμ., μ. ἀντωνυμία, ἀντωνυμία ἔχουσα ἓν μόνον πρόσωπον, Ἀπολλ. π. ἀντων. σ. 280, κτλ.· οὕτως ἐπιρρ. -πως, Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονοπρόσωπος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο πρόσωπομονοπρόσωπος θεότης τριώνυμος», Μάξ. Ομολ.)
νεοελλ.
1. (για κτήρια) αυτός που έχει μία πρόσοψη («μονοπρόσωπο κτήριο»)
2. μτφ. ειλικρινής, ευθύς, έντιμος, χωρίς διπλοπροσωπία
αρχ.
1. (για την ποίηση) αυτός που μιλά σε ένα μόνο πρόσωπο, μονόλογοςμονοπρόσωπος ποίησις», Διογ. Λαέρτ.)
2. ο διακοσμημένος με ένα μόνο πρόσωπο
3. φρ. «μονοπρόσωπος ἀντωνυμία»
γραμμ. η αντωνυμία που εμφανίζεται σε ένα μόνο πρόσωπο.
επίρρ...
μονοπροσώπως (ΑΜ)
εν είδει μονολόγου, μονολογικώς, σαν μονόλογος ή όπως ο μονόλογος.