Anonymous

μονοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον [[πρόσωπον]], μ. [[θεότης]] Ἐκκλ.· μ. ποίησης, [[μονόλογος]], Διογ. Λ. 2. 112· παρὰ τοῖς γραμμ., μ. [[ἀντωνυμία]], [[ἀντωνυμία]] ἔχουσα ἓν μόνον [[πρόσωπον]], Ἀπολλ. π. ἀντων. σ. 280, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπιρρ. -πως, Γραμμ.
|lstext='''μονοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον [[πρόσωπον]], μ. [[θεότης]] Ἐκκλ.· μ. ποίησης, [[μονόλογος]], Διογ. Λ. 2. 112· παρὰ τοῖς γραμμ., μ. [[ἀντωνυμία]], [[ἀντωνυμία]] ἔχουσα ἓν μόνον [[πρόσωπον]], Ἀπολλ. π. ἀντων. σ. 280, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπιρρ. -πως, Γραμμ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονοπρόσωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πρόσωπο]] («[[μονοπρόσωπος]] [[θεότης]] [[τριώνυμος]]», Μάξ. Ομολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κτήρια) αυτός που έχει μία [[πρόσοψη]] («μονοπρόσωπο [[κτήριο]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ειλικρινής]], [[ευθύς]], [[έντιμος]], [[χωρίς]] [[διπλοπροσωπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[ποίηση]]) αυτός που μιλά σε ένα μόνο [[πρόσωπο]], [[μονόλογος]] («[[μονοπρόσωπος]] [[ποίησις]]», Διογ. Λαέρτ.)<br /><b>2.</b> ο διακοσμημένος με ένα μόνο [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μονοπρόσωπος]] [[ἀντωνυμία]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[αντωνυμία]] που εμφανίζεται σε ένα μόνο [[πρόσωπο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοπροσώπως</i> (ΑΜ)<br />εν είδει μονολόγου, μονολογικώς, σαν [[μονόλογος]] ή όπως ο [[μονόλογος]].
}}
}}