μνωόμενος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνωόμενος:''' Επικ. αντί <i>μνώμενος</i>, μτχ. του [[μνάομαι]]· [[μνώοντο]], αντί <i>ἐμνῶντο</i>.
|lsmtext='''μνωόμενος:''' Επικ. αντί <i>μνώμενος</i>, μτχ. του [[μνάομαι]]· [[μνώοντο]], αντί <i>ἐμνῶντο</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''μνωόμενος:''' эп. part. к [[μνάομαι]] I.
}}
}}

Revision as of 00:16, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

μνωόμενος: μνώοντο, ἴδε ἐν λέξ. μνάομαι.

French (Bailly abrégé)

part. prés. épq. de μνάομαι.

English (Autenrieth)

see μιμνήσκω.

Greek Monotonic

μνωόμενος: Επικ. αντί μνώμενος, μτχ. του μνάομαι· μνώοντο, αντί ἐμνῶντο.

Russian (Dvoretsky)

μνωόμενος: эп. part. к μνάομαι I.