3,276,932
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεώριον:''' τό ([[νεωρός]]), [[τόπος]] όπου φυλάσσονται πλοία, [[ναύσταθμος]], σε Αριστοφ., Θουκ.· επίσης στον πληθ., όπως το Λατ. navalia, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· πρβλ. [[νεώσοικος]]. | |lsmtext='''νεώριον:''' τό ([[νεωρός]]), [[τόπος]] όπου φυλάσσονται πλοία, [[ναύσταθμος]], σε Αριστοφ., Θουκ.· επίσης στον πληθ., όπως το Λατ. navalia, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· πρβλ. [[νεώσοικος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεώριον:''' τό [[ναῦς]] (преимущ. pl.) корабельная верфь Thuc., Eur., Lys. etc. | |||
}} | }} |