Anonymous

νεώριον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεώριον:''' τό ([[νεωρός]]), [[τόπος]] όπου φυλάσσονται πλοία, [[ναύσταθμος]], σε Αριστοφ., Θουκ.· επίσης στον πληθ., όπως το Λατ. navalia, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· πρβλ. [[νεώσοικος]].
|lsmtext='''νεώριον:''' τό ([[νεωρός]]), [[τόπος]] όπου φυλάσσονται πλοία, [[ναύσταθμος]], σε Αριστοφ., Θουκ.· επίσης στον πληθ., όπως το Λατ. navalia, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· πρβλ. [[νεώσοικος]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεώριον:''' τό [[ναῦς]] (преимущ. pl.) корабельная верфь Thuc., Eur., Lys. etc.
}}
}}