περιτρέφομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(3b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιτρέφομαι:''' Παθ., <i>περιτρέφεται κυκόωντι</i>, (το [[γάλα]]) πήζει [[καθώς]] το ανακατεύεις σε Ομήρ. Ιλ.· σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]], ο [[πάγος]] παγώνει, πήζει πάνω στις ασπίδες, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''περιτρέφομαι:''' Παθ., <i>περιτρέφεται κυκόωντι</i>, (το [[γάλα]]) πήζει [[καθώς]] το ανακατεύεις σε Ομήρ. Ιλ.· σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]], ο [[πάγος]] παγώνει, πήζει πάνω στις ασπίδες, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιτρέφομαι:''' густеть, твердеть: σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]] Hom. на щитах кругом образовался лед; [[γάλα]] περιτρέφεται Hom. молоко свертывается. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
Greek Monotonic
περιτρέφομαι: Παθ., περιτρέφεται κυκόωντι, (το γάλα) πήζει καθώς το ανακατεύεις σε Ομήρ. Ιλ.· σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος, ο πάγος παγώνει, πήζει πάνω στις ασπίδες, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
περιτρέφομαι: густеть, твердеть: σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος Hom. на щитах кругом образовался лед; γάλα περιτρέφεται Hom. молоко свертывается.