πηχύνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(6) |
(3b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πηχύνομαι:''' [ῡ], Μέσ., [[παίρνω]] [[ανάμεσα]] στα χέρια μου, [[εναγκαλίζομαι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πηχύνομαι:''' [ῡ], Μέσ., [[παίρνω]] [[ανάμεσα]] στα χέρια μου, [[εναγκαλίζομαι]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πηχύνομαι:''' (ῡ) заключать в объятия, обнимать (τινα χέρεσσιν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 1 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
πηχύνομαι: μέσ., λαμβάνω ἀνὰ χεῖρας, ἐναγκαλίζομαι, χείρεσσι Ριανὸς ἐν Ἀνθ. Π. 12. 121, Ὀππ. Ἁλ. 4. 286, Νόνν. Δ. 9. 30· ― ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 972 χρῆται τῷ ἐνεργ. πηχύνω ἐπὶ ὁμοίας ἐννοίας, πρβλ. Νόνν. Δ. 25. 177.
Greek Monotonic
πηχύνομαι: [ῡ], Μέσ., παίρνω ανάμεσα στα χέρια μου, εναγκαλίζομαι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πηχύνομαι: (ῡ) заключать в объятия, обнимать (τινα χέρεσσιν Anth.).