σκαληνής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(37)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, Α<br />[[σκαληνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[σκαληνός]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα].
|mltxt=-ες, Α<br />[[σκαληνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[σκαληνός]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα].
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰληνής:''' Arst. = [[σκαληνός]].
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰληνής Medium diacritics: σκαληνής Low diacritics: σκαληνής Capitals: ΣΚΑΛΗΝΗΣ
Transliteration A: skalēnḗs Transliteration B: skalēnēs Transliteration C: skalinis Beta Code: skalhnh/s

English (LSJ)

ές,= σκαληνός, Arist.AP0.74a27, Ph.224a5 (in both places with

   A v.l. σκαληνόν).

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰληνής: -ές, = σκαληνός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 4, Φυσ. 4. 14, 11 (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρ. γραφ. σκαληνόν).

Greek Monolingual

-ες, Α
σκαληνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκαληνός, κατά τα σιγμόληκτα].

Russian (Dvoretsky)

σκᾰληνής: Arst. = σκαληνός.