σόφισμα: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σόφισμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[κάθε]] [[επιδέξια]] [[πράξη]], [[επιδέξια]] [[προετοιμασία]] φαγητού, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ευφυής]] [[επινόηση]], το [[εφεύρημα]], η [[επινόηση]], το [[τέχνασμα]], σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> με λιγότερο θετική [[σημασία]], πανούργο [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], πονηριά, σε Ευρ., Θουκ.· σκηνικό θεατρικό [[τέχνασμα]] που αποβλέπει στο [[χειροκρότημα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στρεψόδικο [[επιχείρημα]], απατηλό ρητορικό [[τέχνασμα]], [[γριφώδης]] [[λόγος]], [[λεπτολογία]], [[απάτη]], [[σόφισμα]], [[σοφιστεία]], σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''σόφισμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[κάθε]] [[επιδέξια]] [[πράξη]], [[επιδέξια]] [[προετοιμασία]] φαγητού, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ευφυής]] [[επινόηση]], το [[εφεύρημα]], η [[επινόηση]], το [[τέχνασμα]], σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> με λιγότερο θετική [[σημασία]], πανούργο [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], πονηριά, σε Ευρ., Θουκ.· σκηνικό θεατρικό [[τέχνασμα]] που αποβλέπει στο [[χειροκρότημα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στρεψόδικο [[επιχείρημα]], απατηλό ρητορικό [[τέχνασμα]], [[γριφώδης]] [[λόγος]], [[λεπτολογία]], [[απάτη]], [[σόφισμα]], [[σοφιστεία]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''σόφισμα:''' ατος τό тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> мастерство, умение, искусство Xen.: [[ἀριθμός]], [[ἔξοχος]] σοφισμάτων Aesch. счисление, важнейшее из искусств;<br /><b class="num">2)</b> уловка, затея, выдумка, прием, способ (σοφίσματα καὶ μηχαναί Her.): σ., [[ὅτῳ]] τῆς πημονῆς ἀπαλλαγῶ Aesch. средство, которым я мог бы спасти себя от беды; τὸ σ. τὸ τοῦ δρεπάνου πρὸς τῇ λόγχῃ Plat. мысль приделать серп к копью; [[δίκην]] [[δοῦναι]] σοφισμάτων κακῶν Eur. поплатиться за преступные замыслы;<br /><b class="num">3)</b> лог. хитрая уловка, ложное умозаключение, софизм Plat., Dem.: σ. [[ἔσται]], οὔκ [[ἀπόδειξις]] Arst. это будет софизм, а не доказательство.
}}
}}