συγγενής: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει γεννηθεί από κοινού με, αυτός που εκ γενετής συνυπάρχει με κάποιον, [[φυσικός]], [[έμφυτος]], [[σύμφυτος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· <i>συγγενεῖς μῆνες</i>, μήνες που μετρά ο [[φυσικός]] μου [[βίος]], μήνες που έχουν γεννηθεί μαζί μου όσο ζω, σε Σοφ.· ομοίως, επίρρ., συγγενῶς [[δύστηνος]], [[δυστυχής]] από [[τότε]] που γεννήθηκα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[γένος]], [[καταγωγή]], [[οικογένεια]] με κάποιον, εξ αίματος [[συγγενής]] με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., εξ αίματος [[συγγενής]], όμαιμος, σε Τραγ. κ.λπ.· ως ουσ., [[συγγενής]] εξ αίματος, όμαιμος, <i>τινος</i>, κάποιου, σε Αριστοφ., Πλάτ.· στον πληθ., <i>οἱ συγγενεῖς</i>, [[γενιά]], σόι, [[φύτρα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ συγγενές = [[συγγένεια]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰ [[τούτῳ]] προσήκει Λαΐῳ τι συγγενεῖ, εάν αυτός ο άντρας έχει οποιαδήποτε συγγενική [[σχέση]] με τον Λάιο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[συγγενικός]], [[ομοειδής]], όμοιος, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> στην περσική Αυλή, το [[συγγενής]] ήταν [[τίτλος]] που απονεμόταν από το βασιλιά ως [[ένδειξη]] [[τιμής]] (όπως το cousin στην Αγγλία).
|lsmtext='''συγγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει γεννηθεί από κοινού με, αυτός που εκ γενετής συνυπάρχει με κάποιον, [[φυσικός]], [[έμφυτος]], [[σύμφυτος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· <i>συγγενεῖς μῆνες</i>, μήνες που μετρά ο [[φυσικός]] μου [[βίος]], μήνες που έχουν γεννηθεί μαζί μου όσο ζω, σε Σοφ.· ομοίως, επίρρ., συγγενῶς [[δύστηνος]], [[δυστυχής]] από [[τότε]] που γεννήθηκα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[γένος]], [[καταγωγή]], [[οικογένεια]] με κάποιον, εξ αίματος [[συγγενής]] με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., εξ αίματος [[συγγενής]], όμαιμος, σε Τραγ. κ.λπ.· ως ουσ., [[συγγενής]] εξ αίματος, όμαιμος, <i>τινος</i>, κάποιου, σε Αριστοφ., Πλάτ.· στον πληθ., <i>οἱ συγγενεῖς</i>, [[γενιά]], σόι, [[φύτρα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ συγγενές = [[συγγένεια]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰ [[τούτῳ]] προσήκει Λαΐῳ τι συγγενεῖ, εάν αυτός ο άντρας έχει οποιαδήποτε συγγενική [[σχέση]] με τον Λάιο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[συγγενικός]], [[ομοειδής]], όμοιος, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> στην περσική Αυλή, το [[συγγενής]] ήταν [[τίτλος]] που απονεμόταν από το βασιλιά ως [[ένδειξη]] [[τιμής]] (όπως το cousin στην Αγγλία).
}}
{{elru
|elrutext='''συγγενής:''' <b class="num">1)</b> врожденный, прирожденный, свойственный от рождения ([[ἦθος]] Pind.; σημεῖα Arst.): παύροις [[ἀνδρῶν]] ἐστι συγγενὲς [[τόδε]] Aesch. немногим людям свойственно это; οἱ συγγενεῖς μῆνες Soph. месяцы, т. е. время жизни;<br /><b class="num">2)</b> родственный, родной (τινι Her.): σ. [[γυνή]] Eur. родственница; σ. [[γάμος]] Aesch. брак между родственниками;<br /><b class="num">3)</b> сродный, сходный, однородный: σ. [[τοὐμοῦ]] τρόπου Arph. близкий мне по характеру; σ. τινι, реже τινος Plat. однородный с кем(чем)-л.<br />οῦ ὁ и ἡ родственник (τῆς ἐμῆς γυναικός Arph.): οἱ συγγενεῖς Pind., Her. родственники, родня (при дворе персидских царей - почетное звание наиболее заслуженных царедворцев) Xen., Diod.
}}
}}