συναρμολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
(6)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναρμολογέομαι:''' Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συναρμολογέομαι:''' Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''συναρμολογέομαι:''' быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).
}}
}}

Revision as of 04:08, 1 January 2019

Greek Monotonic

συναρμολογέομαι: Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συναρμολογέομαι: быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).