τημοῦτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
(6)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τημοῦτος:''' = [[τημόσδε]], [[τῆμος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''τημοῦτος:''' = [[τημόσδε]], [[τῆμος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τημοῦτος:''' Hes. = [[τῆμος]].
}}
}}

Revision as of 04:44, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1108] adv., seltene Nebenf. von τῆμος, Hes. O. 578, daraus gebildet, wie τηλικοῦτος aus τηλίκος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. τότε ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆμος, κατά το οὗτος.

Greek Monotonic

τημοῦτος: = τημόσδε, τῆμος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

τημοῦτος: Hes. = τῆμος.