τιμῇς: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(6)
(4b)
 
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῑμῇς:''' συνηρ. αντί [[τιμήεις]].
|lsmtext='''τῑμῇς:''' συνηρ. αντί [[τιμήεις]].
}}
{{elru
|elrutext='''τῑμῇς:''' стяж. к [[τιμήεις]].
}}
}}

Latest revision as of 04:55, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1115] zsgzgn aus τιμήεις, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

nomin. m. contr. de τιμήεις.

Greek Monolingual

ή τιμῇς, Α
(συνηρ. τ.) βλ. τιμήεις.

Greek Monotonic

τῑμῇς: συνηρ. αντί τιμήεις.

Russian (Dvoretsky)

τῑμῇς: стяж. к τιμήεις.