ὑληφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑληφόρος:''' -ον, = ὑλο-[[φόρος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὑληφόρος:''' -ον, = ὑλο-[[φόρος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑληφόρος:''' Arph. = [[ὑλοφόρος]] I.
}}
}}

Revision as of 05:00, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1177] = ὑλοφόρος, Ar. Ach. 260.

Greek (Liddell-Scott)

ὑληφόρος: -φορέω, = ὑλοφόρος, -φορέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αττ. τ.) βλ. ὑλοφόρος.

Greek Monotonic

ὑληφόρος: -ον, = ὑλο-φόρος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑληφόρος: Arph. = ὑλοφόρος I.