ὑληφόρος
From LSJ
English (LSJ)
v. ὑλοφόρος.
German (Pape)
[Seite 1177] = ὑλοφόρος, Ar. Ach. 260.
Russian (Dvoretsky)
ὑληφόρος: Arph. = ὑλοφόρος I.
Greek (Liddell-Scott)
ὑληφόρος: -φορέω, = ὑλοφόρος, -φορέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
(αττ. τ.) βλ. ὑλοφόρος.
Greek Monotonic
ὑληφόρος: -ον, = ὑλο-φόρος, σε Αριστοφ.