ὑληφόρος

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑληφόρος Medium diacritics: ὑληφόρος Low diacritics: υληφόρος Capitals: ΥΛΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: hylēphóros Transliteration B: hylēphoros Transliteration C: yliforos Beta Code: u(lhfo/ros

English (LSJ)

v. ὑλοφόρος.

German (Pape)

[Seite 1177] = ὑλοφόρος, Ar. Ach. 260.

Russian (Dvoretsky)

ὑληφόρος: Arph. = ὑλοφόρος I.

Greek (Liddell-Scott)

ὑληφόρος: -φορέω, = ὑλοφόρος, -φορέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αττ. τ.) βλ. ὑλοφόρος.

Greek Monotonic

ὑληφόρος: -ον, = ὑλο-φόρος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὑλη-φόρος, ον, = ὑλοφόρος, Ar.]