χορδότονος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(46)
 
(4b)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη [[χορδή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]] «[[τεντώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σχοινό</i>-<i>τονος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.
|mltxt=-ον, Α<br />(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη [[χορδή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]] «[[τεντώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σχοινό</i>-<i>τονος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.
}}
{{elru
|elrutext='''χορδότονος:''' с натянутыми струнами ([[λύρα]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 06:12, 1 January 2019

Greek Monolingual

-ον, Α
(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη χορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -τονος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. σχοινό-τονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.

Russian (Dvoretsky)

χορδότονος: с натянутыми струнами (λύρα Soph.).