χορδότονος
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
ον, Pass., stretched with strings, λύρα S. Fr. 244 (lyr.).
Greek Monolingual
-ον, Α
(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη χορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -τονος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. σχοινό-τονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.
Russian (Dvoretsky)
χορδότονος: с натянутыми струнами (λύρα Soph.).