ὠκυδίνατος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(SL_2)
(4b)
Line 2: Line 2:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὠκῠδῑνᾱτος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swiftly]] wheeling καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (ὠκυδινήτοις coni. Mommsen, sed v. δινάω) (I. 5.6)
|sltr=<b>ὠκῠδῑνᾱτος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swiftly]] wheeling καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (ὠκυδινήτοις coni. Mommsen, sed v. δινάω) (I. 5.6)
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκῠδίνᾱτος:''' дор. = [[ὠκυδίνητος]].
}}
}}

Revision as of 06:16, 1 January 2019

English (Slater)

ὠκῠδῑνᾱτος, -ον
   1 swiftly wheeling καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (ὠκυδινήτοις coni. Mommsen, sed v. δινάω) (I. 5.6)

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠδίνᾱτος: дор. = ὠκυδίνητος.