δεδίδαχα: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(3)
(nl)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεδίδᾰχα:''' δεδίδαγμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του [[διδάσκω]].
|lsmtext='''δεδίδᾰχα:''' δεδίδαγμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του [[διδάσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δεδίδαχα:''' pf. к [[διδάσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δεδίδαχα indic. perf. act. van διδάσκω.
}}
}}

Latest revision as of 06:36, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

v. διδάσκω.

Greek Monotonic

δεδίδᾰχα: δεδίδαγμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του διδάσκω.

Russian (Dvoretsky)

δεδίδαχα: pf. к διδάσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεδίδαχα indic. perf. act. van διδάσκω.