προτιμητέος: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(35) |
(nl) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[προτιμητέος]], -α, -ον, ΝΑ<br />αυτός που [[πρέπει]] ή αξίζει να προτιμηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προτιμῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[τέος]] τών ρηματ. επιθέτων (<b>πρβλ.</b> <i>διαιρε</i>-[[τέος]])]. | |mltxt=-α, -ο / [[προτιμητέος]], -α, -ον, ΝΑ<br />αυτός που [[πρέπει]] ή αξίζει να προτιμηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προτιμῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[τέος]] τών ρηματ. επιθέτων (<b>πρβλ.</b> <i>διαιρε</i>-[[τέος]])]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προτιμητέος -α -ον [προτιμάω] adj. verb. waaraan de voorkeur gegeven moet worden; met gen. boven iets | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 1 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
προτιμητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν δεῖ προτιμᾶν, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 726Α. ΙΙ. οὐδ., δεῖ προτιμᾶν, μετ᾿ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 109Α.
Greek Monolingual
-α, -ο / προτιμητέος, -α, -ον, ΝΑ
αυτός που πρέπει ή αξίζει να προτιμηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προτιμῶ + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθέτων (πρβλ. διαιρε-τέος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτιμητέος -α -ον [προτιμάω] adj. verb. waaraan de voorkeur gegeven moet worden; met gen. boven iets