τέος
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
1 Dor. gen. of σύ (q.v.).
2 τέος and τεός, Ion. and Dor. for τίς, τις, rare in nom. and acc., οὔτε γὰρ οὔ τεον ἔστι = nor is there a nothing, Parm.8.46; but some of the oblique cases occur in Hdt., etc., v. τέῳ, τέων, τέοισι; τεοις Xenoph.37; cf. also τέο.
German (Pape)
[Seite 1092] u. τεός, von den Gramm. angenommene Nominativformen, um die casus obliqui von interr. τίς u. indefin. τίς, wie τέων u. τέοισι ableiten zu können, s. τίς.)
Greek (Liddell-Scott)
τέος: καὶ τεό, Ἰων. καὶ Δωρ. ἀντὶ τίς, τις, κατ’ ὀνομ. εὕρηται μόνον παρὰ τοῖς γραμματ.· ἀλλά τινες τῶν πλαγίων πτώσεων ἀπαντῶσι παρ’ Ἡροδ., κλπ., ἴδε τέῳ, τέων, τεοῖσι· πρβλ. τέο.
Greek Monolingual
(I)
Α
(δωρ. τ. γεν. της προσ. αντων. β' προσ. συ) βλ. εσύ.
(II)
Α
(σπάν. ιων. και δωρ. τ. ονομ. και αιτ. της ερωτ. αντων.) βλ. τίς.