ματίς: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(24)
(2)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ματίς]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέγας]], ἐπὶ τοῡ βασιλέως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. [[λέξη]]<br />τήν συνδέουν με κελτ. τ. (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλδ. <i>maith</i> «[[ωραίος]]», <span style="color: red;"><</span> <i>măti</i>-)].
|mltxt=[[ματίς]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέγας]], ἐπὶ τοῡ βασιλέως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. [[λέξη]]<br />τήν συνδέουν με κελτ. τ. (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλδ. <i>maith</i> «[[ωραίος]]», <span style="color: red;"><</span> <i>măti</i>-)].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b3">μέγας</b>. <b class="b3">τινες ἐπὶ τοῦ βασιλέως</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: By Fick 2, 199 doubting compared with Celtic words for [[good]], e.g. OIr. [[maith]] (PCelt. <b class="b2">*mati-</b>); see WP. 2, 221. Whether the word is indeed Greek, remains doubtful.
}}
}}

Revision as of 04:45, 3 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ματίς: «μέγας, ἐπὶ τοῦ βασιλέως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ματίς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέγας, ἐπὶ τοῡ βασιλέως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. λέξη
τήν συνδέουν με κελτ. τ. (πρβλ. αρχ. ιρλδ. maith «ωραίος», < măti-)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: μέγας. τινες ἐπὶ τοῦ βασιλέως H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By Fick 2, 199 doubting compared with Celtic words for good, e.g. OIr. maith (PCelt. *mati-); see WP. 2, 221. Whether the word is indeed Greek, remains doubtful.