πάρων: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_22)
 
(2b)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάρων''': -ωνος, ὁ, [[εἶδος]] ἐλαφροῦ πλοίου, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 65· (ἐκ τοῦ Σουΐδ. [[ἔνθα]]: «παρῶναι, (γραπτ. πάρωνες) εἴδη πλοίων. ὁ δὲ ἔπλει παρόπλους (γραπτ. παράπλους) ποιησάμενος τοὺς Σιδητῶν παρῶνας· ἧκον γὰρ Ροδίους εἰς συμμαχίαν»), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 142· πρβλ. [[μυοπάρων]].
|lstext='''πάρων''': -ωνος, ὁ, [[εἶδος]] ἐλαφροῦ πλοίου, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 65· (ἐκ τοῦ Σουΐδ. [[ἔνθα]]: «παρῶναι, (γραπτ. πάρωνες) εἴδη πλοίων. ὁ δὲ ἔπλει παρόπλους (γραπτ. παράπλους) ποιησάμενος τοὺς Σιδητῶν παρῶνας· ἧκον γὰρ Ροδίους εἰς συμμαχίαν»), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 142· πρβλ. [[μυοπάρων]].
}}
{{etym
|etymtx=-ωνος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">a light ship</b> (Plb.).<br />Other forms: <b class="b3">-ών</b> LSJ.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: No etym.
}}
}}

Latest revision as of 05:38, 3 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

πάρων: -ωνος, ὁ, εἶδος ἐλαφροῦ πλοίου, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 65· (ἐκ τοῦ Σουΐδ. ἔνθα: «παρῶναι, (γραπτ. πάρωνες) εἴδη πλοίων. ὁ δὲ ἔπλει παρόπλους (γραπτ. παράπλους) ποιησάμενος τοὺς Σιδητῶν παρῶνας· ἧκον γὰρ Ροδίους εἰς συμμαχίαν»), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 142· πρβλ. μυοπάρων.

Frisk Etymological English

-ωνος
Grammatical information: m.
Meaning: a light ship (Plb.).
Other forms: -ών LSJ.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etym.