ζατρίκιον: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(6_22) |
m (Text replacement - "" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζατρίκιον''': τό, τὸ γνωστὸν [[παιγνίδιον]], «σκάκι», Σχόλ. Θεοκρ. 6. | |lstext='''ζατρίκιον''': τό, τὸ γνωστὸν [[παιγνίδιον]], «σκάκι», Σχόλ. Θεοκρ. 6. 18· «παιδιὰ δὲ τοῦτο ἐκ τῆς τῶν Ἀσσυρίων τρυφῆς ἐξευρημένον καὶ εἰς ἡμᾶς ἐληλυθὸς» Ἄννα Κομν. 12, σ. 360· ἴδε Δουκάγγ.· - ζατρικίζω, [[παίζω]] τὸ [[ζατρίκιον]], Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 241. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:59, 6 January 2019
English (LSJ)
τό,
A the game of chess, Sch.Theoc.6.18. (From Skt. catur-a[ndot ]ga- 'four members', through Pers. and Arab.)
Greek (Liddell-Scott)
ζατρίκιον: τό, τὸ γνωστὸν παιγνίδιον, «σκάκι», Σχόλ. Θεοκρ. 6. 18· «παιδιὰ δὲ τοῦτο ἐκ τῆς τῶν Ἀσσυρίων τρυφῆς ἐξευρημένον καὶ εἰς ἡμᾶς ἐληλυθὸς» Ἄννα Κομν. 12, σ. 360· ἴδε Δουκάγγ.· - ζατρικίζω, παίζω τὸ ζατρίκιον, Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 241.