νωχαλός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(27) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νωχᾰλός''': -ή, -όν, = [[νωχελής]], κατὰ τὸν Ἕρμαννον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, ἀντὶ τοῦ [[κνώδαλον]] | |lstext='''νωχᾰλός''': -ή, -όν, = [[νωχελής]], κατὰ τὸν Ἕρμαννον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, ἀντὶ τοῦ [[κνώδαλον]]· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νωχαλίζει· βραδύνει». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νωχαλός]], -ή, -όν και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, νωχαλής (Α)<br />[[νωχελής]], [[νωθρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλοι τ. του [[νωχελής]]]. | |mltxt=[[νωχαλός]], -ή, -όν και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, νωχαλής (Α)<br />[[νωχελής]], [[νωθρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλοι τ. του [[νωχελής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
German (Pape)
[Seite 274] und νωχαλής, auch νοχαλός, andere Schreibungen für νωχελής, Hesych., so auch νωχαλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
νωχᾰλός: -ή, -όν, = νωχελής, κατὰ τὸν Ἕρμαννον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, ἀντὶ τοῦ κνώδαλον· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νωχαλίζει· βραδύνει».
Greek Monolingual
νωχαλός, -ή, -όν και, κατά τον Ησύχ., νωχαλής (Α)
νωχελής, νωθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. του νωχελής].